Κύριο Μενού:
Γνώσεις
Το βιοκλιματικό σπίτι του παππού μου
Ο παππούς μου πρέπει να ήταν μεγάλος επιστήμονας. Φαντάζομαι θα είχε τελειώσει σε κάποιο πρότυπο ελληνικό σχολείο κάπου στην Αθηνά. Στη συνεχεία πρέπει να πήρε τουλάχιστον δυο διπλώματα. ένα αρχιτέκτονα, και ένα μηχανικού στο στρατό (δεν υπήρχαν πολιτικοί μηχανικοί τότε). Σίγουρα ένα μάστερ στην ολιστική αρχιτεκτονική κάπου στην Αγγλία και ντο-χ-τορά στα συστήματα για τον εξορθολογισμό της ενέργειας στην Αμερική. Μετά γύρισε στο χωριό του και βάλθηκε να φτιάχνει το βιοκλιματικό του σπίτι.
Θυμάμαι τα καλοκαίρια, εκεί κατά τον Αύγουστο μεσημεράκι, τη γιαγιά μου να μου φωνάζει: «ρίξε κάτι απάνω σου πριν μπεις μέσα στο σπίτι, μη πουντιάσεις!»
Θυμάμαι που λέτε ότι ρώτησα το παππού μου γιατί έχει τόση δροσιά μέσα στο σπίτι το καλοκαίρι. Είχε βάλει λέει διπλούς τοίχους από πέτρα και ανάμεσα ένα μονωτικό υλικό από λάσπη και άχυρο. (Νομίζω το άχυρο το λέγανε αχυράν και μετά ντάου η φιμπράν αλλά μπορεί να κάνω και λάθος).
Στο νότο είχε κάνει όλο τον τοίχο πέτρινο για να έχει μεγάλη θερμοχωρητικότητα λέει και είχε πει στη γιαγιά μου να φυτέψει μια αναρριχόμενη κληματαριά και λουλούδια από έξω (νομίζω κάτι της έλεγε για τοίχο μάζας ή για τοίχο Τrombe, δεν κατάλαβα).
Είχε φτιάξει και ένα ωραίο κατώι για να φυλάει πράματα και λίρες. Ήταν ολόκληρο χωμένο μέσα στη γη και είχε ανοίξει και κάτι τρύπες (θυρίδες εξαερισμού τις έλεγε) για να μην πιάκει λέει υγρασία. Όταν έκανε πολύ ζεστή φώναζε στη γιαγιά μου να ανοίξει την καταπακτή και τόστο τη φανέστρα (λίγο το παράθυρο) να κάμει ρεύμα. Μια δροσιά που λέτε που ερχότανε δεν σας λέω τίποτα. Άσε που το χειμώνα στο κατώι είχε ζέστα που ανέβαινε στο σπίτι (γεωθερμία το έλεγε), τα πατώματα ήταν ξύλινα βλέπετε και πέρναγε η ζέστα και από το πάτωμα.
Είχε και πηγάδι μέσα στο σπίτι κάτω από τη σοτοσκάλα και το καλοκαίρι έπινες το νερό παγωμένο!
Η τραπεζαρία και η κουζίνα ήτανε στην ανατολική όψη του σπιτιού (ώστε να κερδίζουν τη μέγιστη φωτεινότητα και ενέργεια κατά τις πρώτες ώρες της ημέρας, έλεγε ο παππούς μου). Και οι κρεβατοκάμαρες νοτιοδυτικά, (ώστε να επωφελούνται τη θερμότητα του απογευματινού ήλιου, για τις νυχτερινές ώρες που συνήθως χρησιμοποιούνται, έλεγε πάλι ο παππούς μου).
Η στέγη που λέτε, όπως άλλωστε και τα πατώματα, ήτανε καμωμένη από κυπαρίσσια από το χτήμα παρακάτου και τα είχε περάσει με πίσσα για να μη πιάκουνε σαράκι (ξυλοντεκόρ έλεγε). Μου φαινότανε τεραστία και να σας πω με φόβιζε λίγο έτσι ψηλή που ήτανε αλλά ήθελε λέει να μη νιώθει πλάκωμα.
Είχε φτιάξει ακόμα, ο παππούς μου δυο αρμενάλια (έξοχες στη στέγη), ένα σε κάθε μπάντα (πλευρά) με δυο μικρά παράθυρα (φρέατα εξαερισμού τα έλεγε) ενώ δεξιά και αριστερά είχε δυο μεγάλους φεγκίτες ( φωτοσωλήνες τα έλεγε ) για να δίνουν φως και να φέρνει ζέστα ο ήγιος (κάτι σαν ηλιοστάσιο ή θερμοκήπιο το έλεγε).
Είχε και ένα μικρό όροφο με εσωτερικό μπαρκόνι, ήτανε πολύ ψηλό το σπίτι βλέπετε, και μια κάμαρη για την αδελφή του που ήτανε ακόμα ανύπαντρη και σκιαότανε μη την εγλέπουνε. Δεν είχε σκάλα από μέσα αλλά απόξω (είχε μπότζο δηλαδή) και ήτανε γιομάτη με γλάστρες με βασιλικούς και αρωματικά λουλούδια. Άνοιγε που λέτε τα απογέματα τη πόρτα στι σκάλας η αδρεφή του και γιόμιζε το σπίτι αρώματα (σα άμπι-πούρ έλεγε, το είχε διαβάσει λέει στο φένγκ σούι). Έριχνε και κάνα δυο μαστέλα νερό στο κεφαλάρι και στο μπότζο να δροσίσει (δροσισμό μέσω εξάτμισης έλεγε) και μετά έπινε καφέ ελληνικό για να τσι τόνε πούνε ύστερα.
Απόξω, στη βόρεια πλευρά είχε φυτέψει ο παππούς μια σειρά ψηλά κυπαρίσσια, σερνικά για να κάνουνε λέει παραβέντο (προστασία από τον αέρα και από μέσα ένα χαμηλό, κάνα μέτρο, πεζούλι για να κρατάει λέει τον αέρα να μη γυρνάει πίσω (κάτι περίεργα που του μάθανε εκεί όξω που είχε πάει…)
Το σπίτι του παππού μου που λέτε, ήτανε χτισμένο σε καντούνι (σοκάκι) το οποίο στην αρχή ήτανε πλατύτερο και μετά στένευε (για να κάνει λέει δίοδο στον άνεμο με σκοπό την επιτάχυνση του, έλεγε). Μανία αυτός ο παππούς μου με τα στραβά. Όλοι οι τοίχοι ήτανε θεόστραβοι λες και δεν είχανε τότε μέτρο. Η αλήθεια όμως είναι ότι παρόλο που το σπίτι ήτανε ψηλό και είχε μεγάλες ακάλυπτες επιφάνειες μιλούσες μέσα χωρίς να κάνει καθόλου αντίλαλο (λόγω τον στραβών τοίχων δεν είχε στάσιμα κύματα, έλεγε πάλι ο παππούς μου ο οποίος είχε λέει υπολογίσει τους ρυθμούς δωματίου)
Το βράδυ το χειμώνα ανάβανε το τζάκι και εσκάγανε από τη ζέστα. Κάτι η ζεστά κάτι το κρασί κάτι που ήτανε μια χαρά μέσα στο βιοκλιματικό του σπίτι ο παππούς μου, έξι παιδιά έκανε ο παππούς μου!
Πάρε νάχεις δηλαδή.
Επιστήμων ο παππούς….
ΚΩΣΤΗΣ ΜΑΜΑΛΟΣ
Υπομενού